- λεπτόγραμμος
- λεπτό-γραμμος, ον,A written small or neat, Id.Symp.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόγραμμος — η, ο (Α λεπτόγραμμος, ον) γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος 2.… … Dictionary of Greek
λεπτόγραμμον — λεπτόγραμμος written small masc/fem acc sg λεπτόγραμμος written small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτόγραφος — η, ο (Α λεπτόγραφος, ον) λεπτόγραμμος αρχ. αυτός που έχει γραφεί προσεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek